Η Μομορντίκα (Momordica) είναι γένος φυτών με περίπου 60 είδη, πολυετή ή μονοετή, κυρίως αναρριχώμενα και πιο σπάνια μικροί θάμνοι, που ανήκουν στην οικογένεια Cucurbitaceae. Είναι ενδημικό γένος των τροπικών και υποτροπικών περιοχών της Αφρικής, της Ασίας και της Αυστραλίας.
Κάποια είδη μομορντίκα καλλιεργούνται για το σαρκώδη καρπό τους, που έχει σχήμα στενόμακρο και κυλινδρικό, με χρώμα πορτοκαλί και κόκκινο, ενώ εξωτερικά είναι αγκαθωτός ή με εξογκώματα σαν σπίλους. Ο ώριμος καρπός της Momordica charantia «σκάει» ακανόνιστα.
Η Momordica charantia (πικρό πεπόνι,
κινέζικα: ku gua) είναι ενδημικό φυτό των
τροπικών του παλαιού κόσμου. Πρόκειται για
ένα τροπικό και υποτροπικό αναρριχώμενο
της οικογένειας Cucurbitaceae, που καλλιεργείται
ευρέως στην Ασία, την Αφρική και την
Καραϊβική για τα βρώσιμα φρούτα του, τα
οποία συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πιο
πικρά, γνωστά φρούτα. Πολλές ποικιλίες της
διαφέρουν ουσιαστικά στο σχήμα και την
πίκρα του καρπού. Είναι φυτό των τροπικών χωρών.
Αυτή η ποώδης, αναρριχώμενη κληματίδα φτάνει σε ύψος τα 5 μέτρα. Φέρει φύλλα απλά, πράσινα, τριχωτά,
εναλλασσόμενα, μήκους 4-12 εκατ., και τρεις έως επτά οδοντωτούς λοβούς με βαθιά χωρίσματα. Τα στελέχη έχουν
διπλούς έλικες και είναι λεπτά, πράσινα και τριχωτά. Τα φυτά είναι μονόοικα. Κάθε φυτό παράγει ξεχωριστά κίτρινα αρσενικά και θηλυκά άνθη. Στο βόρειο ημισφαίριο, η ανθοφορία εμφανίζεται κατά τους μήνες Ιούνιο με Ιούλιο και η καρποφορία από Σεπτέμβριο μέχρι Νοέμβριο. Τα άνθη έχουν μήκος μέχρι 3 εκατ. και διαθέτουν 5 οβάλ πέταλα με πτυχές. Τα θηλυκά άνθη φέρουν εξογκώματα, έχουν σχήμα οβάλ προς στενόμακρο, και πράσινο καρπό που καθώς ωριμάζει γίνεται κίτρινος και έπειτα πορτοκαλί με κωνικές άκρες.
Σε πλήρη ωρίμανση, οι πορτοκαλί καρποί διαιρούνται σε 3 σπειρωτά τμήματα, για ν' αποκαλύψουν τους μαύρους σπόρους μέσα από τον μαλακό, έντονα κόκκινο πολτό τους.
Ο καρπός εξωτερικά είναι γεμάτος με ευδιάκριτα εξογκώματα, σαν κρεατοελιές, και έχει μακρόστενο σχήμα. Είναι κοίλος με εγκάρσιες τομές και ένα σχετικά λεπτό στρώμα σάρκας που περιβάλλει μία κεντρική κοιλότητα γεμάτη με μεγάλους, επίπεδους σπόρους και ψίχα. Ο καρπός τρώγεται συνήθως πράσινος ή καθώς ξεκινάει να γίνεται κίτρινος. Σ' αυτό το στάδιο, η σάρκα του καρπού είναι τραγανή και υδαρής στην υφή, παρόμοια με του αγγουριού, του σέχιου (chayote) ή της πράσινης γεμιστής πιπεριάς, αλλά πιο πικρή. Η εξωτερική φλούδα είναι λεπτή και φαγώσιμη. Σπόροι και ψίχα έχουν άσπρο χρώμα, όταν το φρούτο είναι άγουρο, δεν είναι έχουν έντονη πικρή γεύση και μπορούν να αφαιρεθούν πριν το μαγείρεμα.
Καθώς ο καρπός ωριμάζει, η σάρκα και η φλούδα γίνονται πιο σκληρές, πιο πικρές και πολύ δυσάρεστες για να φαγωθούν. Αλλά η ψίχα γίνεται γλυκιά και έντονα κόκκινη. Σε αυτή την κατάσταση μπορεί να καταναλωθεί άψητη και αποτελεί ένα δημοφιλές συστατικό σε ορισμένες σαλάτες της νοτιοανατολικής Ασίας.
Όταν ο καρπός φτάνει σε πλήρη ωρίμανση γίνεται πορτοκαλί και μαλακός, και διαχωρίζεται σε τμήματα τα οποία συστρέφονται δραματικά σε μια προσπάθεια να εκθέσουν τους σπόρους που καλύπτονται από τον έντονο κόκκινο πολτό.
Το πικρό πεπόνι παρουσιάζεται σε ποικιλία σχημάτων και μεγεθών. Η κινέζικη ποικιλία έχει μήκος 20-30 εκατ., είναι επιμήκης με απότομα κωνικές άκρες και ανοιχτό πράσινο χρώμα, με απαλό ανάγλυφο και επιφάνεια με εξογκώματα. Το πικρό πεπόνι της Ινδίας, που είναι πιο κοινό, έχει στενότερο σχήμα με μυτερές άκρες, και επιφάνεια που καλύπτεται με ακανόνιστα, τριγωνικά «δόντια» και ράχες. Το χρώμα του είναι πράσινο προς λευκό. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο ποικιλίες υπάρχουν πολλές άλλες ενδιάμεσες μορφές. Άλλες εμφανίζουν καρπούς μινιατούρες, με μήκος μόνο 6–10 εκατ., που μπορούν να σερβιριστούν ξέχωρα ως γεμιστά λαχανικά. Αυτά τα μικροσκοπικά φρούτα είναι δημοφιλή στην Ινδία και άλλα μέρη της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Αν και πικρό, το πράσινο φρούτο είναι βρώσιμο, αν μαγειρευτεί, και είναι ένα δημοφιλές λαχανικό στην ασιατική κουζίνα. Τα πράσινα πικρά πεπόνια (Bitter Melons) βρίσκονται επίσης σε αγορές προϊόντων στη Χαβάη. Το ώριμο κίτρινο ή πορτοκαλί φρούτο, δεν είναι βρώσιμο. Τα φυτά και ιδιαίτερα τα ώριμα πορτοκαλί φρούτα έχουν μια αποκρουστική οσμή. Τα πορτοκαλί ώριμα φρούτα και οι ώριμοι σπόροι είναι τοξικά, καθώς και τα αμαγείρευτα φυτά, αν καταναλωθούν σε μεγάλες ποσότητες.
Ολόκληρο το φυτό έχει χρησιμοποιηθεί σε μεγάλη κλίμακα σε ασιατικές συνταγές για θεραπεία σοβαρών ασθενειών, στην παραδοσιακή ιατρική για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως θεραπεία τραυμάτων, εγκαυμάτων, θεραπεία της ελονοσίας, του διαβήτη, της σύφιλης, για έλκη στομάχου, καρκίνο του πνεύμονα, καρκίνο του προστάτη, διάφορους κακοήθεις όγκους του παχέος εντέρου και γενικά στην καταπολέμηση των καρκινικών κυττάρων, τόσο εσωτερικά όσο και επιδερμικά.
Ωστόσο, λόγω των πιθανών παρενεργειών που προκύψαν, συνιστάται στις έγκυες γυναίκες και στα άτομα με υπογλυκαιμία, να αποφύγουν την κατανάλωσή του.
Πηγή: