|
Πολύφυλλο λούπινο
(L. polyphyllus)
|
Λούπινο -
Lupinus Spp
Τα λούπινα είναι ένα μεγάλο γένος με όμορφα φυτά,
ετήσια, πολυετή και θάμνοι, της
οικογένειας Leguminosae που αντιπρόσωποί του υπάρχουν στην Ευρώπη, την Ασία και τη βόρεια και νότια Αμερική, ενώ οι δηλητηριώδεις ιδιότητες του γένους κατανέμονται κατά τα φαινόμενα, ανομοιόμορφα και ακανόνιστα.
Κάποια είδη καλλιεργούνται μόνο σαν διακοσμητικά φυτά
για τους ελκυστικούς ανθικούς τους
σπίδακες που απαντώνται σε μεγάλη
ποικιλία χρωμάτων, και κάποια άλλα για κτηνοτροφή, επειδή θεωρούνται μεγάλης θρεπτικότητας και ευεργετικά για την υγεία. Ωστόσο, αν οι σπόροι από ορισμένα είδη φαγωθούν σε αυξημένο ή μειωμένο στάδιο ωρίμανσης, υπάρχει πιθανότητα να προκαλέσουν δηλητηρίαση, με αποτέλεσμα να προσβληθεί μεγάλος αριθμός από ζώα. Τέτοια ατυχήματα δηλητηρίασης έχουν σημειωθεί στην Ευρώπη και την Αμερική.
Το πιο γνωστό είδος - σαν κτηνοτροφή- είναι το καλλιεργούμενο άσπρο λούπινο, το
Lupinus albus (Linn.), γηγενές της νότιας Ευρώπης και της όμορης Ασίας, ένα φυτό με ύψος περίπου 60 εκατοστά, με φύλλα σε σχήμα παλάμης που χωρίζουν σε πέντε ή επτά μέρη, 3 με 5 εκατοστά μήκος, λεία στην επάνω επιφάνειά τους και άσπρα, τριχωτά από κάτω. Τα λουλούδια καταλήγουν σε τσαμπιά, επάνω σε κοντούς μίσχους, άσπρα και μάλλον μεγάλα, το περικάρπιο έχει μήκος 8 με 10 εκατοστά και περιέχει τρεις με έξι άσπρους, κυκλικούς, επίπεδους σπόρους, οι οποίοι έχουν μια πικρή γεύση.
Η προέλευσή του είναι μάλλον από την Αίγυπτο ή την ανατολική Μεσόγειο και καλλιεργείται από την εποχή των αρχαίων Αιγυπτίων. Σήμερα χρησιμοποιείται
εκτεταμένα στην Ιταλία και τη Σικελία για κτηνοτροφή, για εμπλουτισμό του εδάφους σε καλλιεργούμενες περιοχές και για τους σπόρους του.
Το
όνομα lupinus (λυκίσιος, λιμασμένος)
προέρχεται από το λατινικό lupus που
σημαίνει λύκος, εξαιτίας του αρχαίου
και εσφαλμένου μύθου που υποστήριζε
ότι οι βαθιές ρίζες του λούπινου
αφαιρούσαν τις θρεπτικές ουσίες από το
έδαφος. Στην πραγματικότητα η παραγωγή
των λοβών και των οσπρίων του λούπινου
βοηθάει στην αναβάθμιση και στον
εμπλουτισμό των άγονων εδαφών.
Αυτό το λούπινο καλλιεργήθηκε από τους Ρωμαίους σαν είδος τροφής. Ο
Πλίνιος λέει: "Κανένα είδος τροφής δεν είναι πιο θρεπτικό και ελαφρύ στην πέψη από το άσπρο λούπινο, όταν φαγωθεί ξερό. Η συχνή λήψη του στα γεύματα, θα προσφέρει φρεσκάδα στο χρώμα και πρόσχαρο παρουσιαστικό."
Ο Βιργίλιος όμως, μας λέει ο Dr. Fernie (Herbal Simples 1897), το ονόμασε
"tristis Lupinus", τρισάθλιο λούπινο. Ο Dr. Fernie αναφέρει επίσης:
"Οι σπόροι χρησιμοποιήθηκαν σαν νομίσματα από τους αρχαίους Ρωμαίους ηθοποιούς στα θεατρικά έργα και τις κωμωδίες τους, από όπου προήλθε η ονομασία
"nummus lupinus" - ψεύτικο κέρμα."
Το κίτρινο λούπινο είναι επίσης γηγενές της νότιας Ευρώπης και της δυτικής Ασίας και αποκαλείται Lupin luteus
(luteus = πορτοκαλοκίτρινος), εξαιτίας των κίτρινων λουλουδιών του. Το είδος BLUEFLOWERED της βορειοανατολικής Αμερικής είναι πολυετές, Lupinus perennis
(Linn.), το άγριο ή μπλε φασόλι - WILD or BLUE BEAN. Στη δυτική Αμερική και νοτιότερα στις
Άνδεις, τα είδη είναι πολυάριθμα.
Το δενδρώδες λούπινο
(L. arboreus), κατάγεται από την Καλιφόρνια και το Όρεγκον,
αν καλλιεργηθεί επιμελώς παράγει ένα διακλαδιζόμενο στέλεχος με αρκετά δέκατα του μέτρου ύψος, που μετά από τέσσερα με
πέντε χρόνια σχηματίζει έναν κορμό από ελαφρύ, μαλακό ξύλο και το πάχος του φθάνει το μπράτσο ενός ανθρώπου.
Το πολύφυλλο λούπινο (L. polyphyllus) και μερικά συγγενικά του είδη από την ίδια χώρα, είναι ψηλά, ευθυτενή και ποώδη πολυετή, με πολύ όμορφες και πλούσια χρωματισμένες ανθοταξίες και έχουν γίνει μόνιμοι κάτοικοι των κήπων μας.
Αν προέρχονται από σπόρο, τα λούπινα συχνά δεν αποδίδουν το αυθεντικό είδος, αλλά αν αναπαραχθούν, μπορούν να παραμείνουν αυθεντικά. Πρέπει να απομονωθούν, εξ αιτίας των εντόμων, που μπορούν να διασταυρώσουν τη γύρη.
Τα λούπινα διασταυρώνονται εύκολα και επομένως η απομόνωση για την αναπαραγωγή τους είναι απολύτως απαραίτητη.
Για να αποκτήσουν πιο έντονα χρώματα, το θειικό άλας της αμμωνίας και το θειικό άλας του σιδήρου μπορούν και τα δύο να χρησιμοποιηθούν.
Επίσης οι κλιματολογικές συνθήκες έχουν επιπτώσεις στο χρωματισμό τους.
Η πικρή λουπινίνη, είναι ένα σάκχαρο, που εμφανίζεται στις κιτρινωπές βελόνες του
λούπινου. Αν το βράσουμε σε διάλυμα οξέος, θα παραχθεί γλυκόζη.
Οι μωλωπισμένοι σπόροι του άσπρου λούπινου, αφού ενυδατωθούν σε νερό, μερικές φορές χρησιμοποιούνται εξωτερικά για να αντιμετωπίσουν διάφορα έλκη κ.λπ., και εσωτερικά λέγεται ότι είναι ανθελμινθικοί, διουρητικοί και εμμηναγωγικοί.
Το 1917, σ' ένα βοτανικό συμπόσιο σχετικό με τα λούπινα, που έγινε στο Αμβούργο, ένας Γερμανός καθηγητής, ο
Dr. Thoms, περιέγραψε τις πολυσχιδείς χρήσεις, που θα μπορούσαν να έχουν τα λούπινα. Σ' ένα τραπέζι λοιπόν, που καλύφθηκε με τραπεζομάντιλο από ίνες λούπινων, προσφέρθηκε μια σούπα από λούπινα και μετά τη σούπα, μπριζόλα λούπινου, ψημένη σε λάδι λούπινου και καρυκευμένη με εκχύλισμα λούπινου. Έπειτα σέρβιραν ψωμί με περιεκτικότητα 20 τα εκατό σε λούπινο, μαργαρίνη λούπινου και τυρί από λούπινο
L. albumen και τέλος το λικέρ λούπινου και ο καφές φυσικά από λούπινα. Έπλυναν τα χέρια τους με σαπούνι επίσης από λούπινο, ενώ φύλλα χαρτιού από ίνες λούπινου και φάκελοι με κόλλα λούπινου ήταν διαθέσιμα για να γράφουν τις σημειώσεις τους.
Πηγή:
http://www.botanical.com/botanical/mgmh/l/lupins50.html